Διασκευάζοντας την Ελένη του Ευριπίδη

Στο πλαίσιο του συνόλου “Ανασυνθέτουμε  και δημιουργούμε διασκευάζοντας την Ελένη του Ευριπίδη”, μαθήτριες  του Σχολείου μας με την καθοδήγηση εκπαιδευτικών διασκεύασαν την αρχαία τραγωδία σε δύο εκδοχές: μία βασισμένη στη  συμαϊκή ντοπιολαλιά με τίτλο “Ελένη η Συμιακιά” και μία με τίτλο “Η Ελένη στο πέρασμα του χρόνου” ,όπου αναπαρίστανται τρεις σκηνές του έργου(πρόλογος, αναγνώριση, σχέδιο απόδρασης) σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.

Παραθέτουμε το κείμενο και των δύο εκδοχών:

Ελένη η Συμιακιά ΡΟΔΟΣ -ΣΥΜΗ 1920, Υπεύθυνες εκπαιδευτικοί: Χριστίνα Πολίτη, Άννα Σαντορινιού

Στη συγγραφή βοήθησε η μαθήτρια Μελεκίδη

με τη στήριξη του Συλλόγου Συμιακών Ρόδου και του μέλους του κ. Σωτήρη Πατατούκος

                                  ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ

  • ΑΓΓΕΛΑ                 γειτόνισσα 1(Γ1)
  • ΔΙΚΚΙΣΙ                  γειτόνισσα 2  (ΔΙΚΑΙΑ )
  • ΛΕΝΗ                      Ελένη, σύζυγος του Μένιου
  • ΑΛΕΜΗΝΑ             φίλη1   (ΑΛΚΜΗΝΗ)
  • ΒΓΕΝΙΟ                   φίλη 2  (ΕΥΓΕΝΙΑ)
  • ΜΕΝΙΟΣ                  Μενέλαος, καραβοκύρης της Σύμης
  • ΘΕΑΝΩ                   Αλαφροΐσκιωτη, η μάντισσα  (Θεονόη)
  • ΘΕΟΚΛΗΣ              Καπετάνιος (Θεοκλύμενος)
  • ΒΑΓΓΕΛΗΣ             Αγγελιαφόρος

                  ΣΚΗΝΗ1 (ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΕΣ)

Γ 1 ΑΓΓΕΛΑ                              –Λένηηηηηηη Λενίτσααα ! (αφουγκράζεται)

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                   – Μαρή Λενάκιιιιιι…Λενιό! (Στη Σύμη χρησιμοποιούν το “μωρή”)                                                                                                                      

Γ2ΔΙΚΙΣΣΙ                      – Καλέ τι μπού ´ναι και φωνάτζεις !Εξησήκωσες το

                                      γκόσμο!Α μου ξυπνήσεις θέλεις το μωρό!

 Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                 –Φωνάτζω εκείνη δα τη ξατθιά με τα  γαλανά τα μάτια!, που τη θέλω!

Γ2  ΔΙΚΙΣΣΙ                 — Μαρή πχοιά (λ)λέεις;

Γ1  ΑΓΓΕΛΑ              —  Αυτή δα πούρτε σαν ουρανοκατέβατη .

Γ2  ΔΙΚΙΣΣΙ                  — Α  ινναί, καλή κοπελίτσα , με έν ηξεύρουμε

                                      α’ο πού βαστά η  σκούφια της.

Γ1  ΑΓΓΕΛΑ                  — Να που σου λέω! Καΐκι  την ημέραν εκείνη ,

                                         έν έδεσε πάντως. Ππώς  ήρτεν, απορώ!

Γ2 ΔΙΚΙΣΣΙ                       –Λέεις να `βαλεν ο Μιχαήλ τη χέρα ντου;

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                   –Ξέρω κι εγώ….Θάματα πάντως ,γίνουνται.  

                                        Από τότες `πομένει στ αρχοντικό.Προσέχει τη μπολύν

                                        ο καπετάνιος . Μου πε (γ)και η Αποκουή, που δουλεύει 

                                       `πηρέτρια στ αρχοντικό,ότι θέλει λέει α τη  μπαντρετεί!

 Γ2 ΔΙΚΙΣΣΙ                    –Ααα εκατάλαβα.Και τι τη θέλεις μες τα μεσημέρια;

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                    – Να γούλη την ημέρα μοιρολαγά και κλαίει .Ετζάλισε με!

                                         Είπα  το λοιπό α τη γκαλέσω για καφέ ππας και μου πει ! 

Γ2ΔΙΚΙΣΣΙ                    –Μαρή ,μη ντυχό και της γυρίσεις το φλυντζάνι!  Α σε κάψει θέλει ο Ταξιάρχης!

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                  –Α τη βοηθήσω θέλω τη γκακομοίρα!

Γ2 ΔΙΚΙΣΣΙ                  — Ήμαρτον Παερμιώτη μου!(σταυροκοπιέται)

Γ1  ΑΓΓΕΛΑ                — Έχει που λέεις ματζί ντης και κάνα δυο φίλες της από τη Σύμη,  και κλαίου και μοιρολογούν γούλες ματζί.

Γ2 ΔΙΚΙΣΣΙ                 —Ὰχου τις  κακομοίρες!

Γ1  ΑΓΓΕΛΑ                —Ήρτεν (γ)κι ένας  Φανούρης από τη Σύμη και εσυνάντησεν την  στο  γιαλό! Κι έλεέν της κι έλεέν της….Με τις ώρες!                                             

Γ2 ΔΙΚΙΣΣΙ                  — Α δεις που κακά μαντάτα της έφερεν! Γι αυτό επλάνταξεν (ν)το κοράκι.                                        

Γ1  ΑΓΓΕΛΑ                —Έτσια (ή έτσεα) λέω κι εγώ!Έκαμέν (ν)της τη ψυχή ντης μαύρη! (κλαίει το μωρό)

Γ2   ΔΙΚΙΣΣΙ                —Το μωρό!Εξίασα το μωρόοοο !Πάω!Α μάθεις τίποτες, πε μου κι εμένα!(λέει φεύγοντας)

Γ1   ΑΓΓΕΛΑ               –  Μπαίνω κι εγώ α μαειρέψω! (πάει να φύγει και βλέπει τις φίλες της   Λένης και μονολογεί)

Γ1    ΑΓΓΕΛΑ                 –Α! να ντες πού `ρκουνται! (φεύγει η Γ2)

Οι κόρες (Αλεμήνα και Βγενιό που αποτελούν τον χορό) έρχονται και μιλούν με τη γειτόνισσα  Αγγέλα και λένε όλη την ιστορία της Ελένης, καθώς την περιμένουνε να γυρίσει από τη μάντισσα Θεόνη που βλέπει το παρελθόν και το μέλλον.

(Η Ελένη εν τω μεταξύ βρίσκεται στη Θεανώ(Θεονόη) για να της πει τα μελλούμενα!)

Γ1ΑΓΓΕΛΑ                      –Καλώς τις κόρες τις καλές, τις περιβλοημένες.

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ             –Καλώς σε βρίσκουμε!

 Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                – Καλησπέρα και σε σένα κυρά-Αγγέλα!

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                      — Η Λένη πού ντη;!Φωνάτζω της και (δ)εν απαντά! (κι έ `μπαντά) Καλά `ναι;

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ                  —Καλά ας τα λέουμε! Ήρτεν (γ)κάποιος από τη Σύμη και  εχολομάνησεν την!

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                     —Άσκημα νέα για τους δικούς της.                                                                                                                                                       

φ2ΒΓΕΝΙΟ                      — Τι μπ’ α σου λέουμεν  (ν)τώρα…  Έ σου `πεν (ν)τίποτες;                                        

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                     — Ὲ μου `πε, κοράκι μου ! Πέ μου τα εσύ!

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                    — Ε   α σου τα πω !Έτσι κι αλλιώς εβούηξεν ο τόπος!

                                        Άκου τα λοιπονίς!Τα βάσανά ντης ερκίνηξαν μπρι χρόνια.

                                        Να, τη μέρα  που γίνουντο οι ξακουσμένοι γάμοι…….

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ              — Ινναί. Επήε και μια απροσκάλεστη, μες το θυμό και την (γ)κακία.

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                    — Ποια ήτο;

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                   —Η  Ερήνη η προξενήτρα.

Φ1  ΛΕΜΗΝΑ              –Αντροχωρίστρα πε το καλύτερα! (έ λέεις πιο καλά)

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                  —αααα πααα παααα

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ              – Το μόνο μπου `θελεν ήτο να `κδικηθεί ,που την εφήκαν απ` όξω απροσκάλεστη.

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                   — Για λέε !

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                   —Έβαλε λόοογια!

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                   — Τι λόγια; λέε δα!

Φ1   ΑΛΕΜΗΝΑ            — Να ὰλλα στον ένα, άλλα στον άλλο!

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                    –Α   σπείρει διχόνοια! Α τους τυραννήσει.

Φ1  ΑΛΕΜΗΝΑ            — Ενακάτωσέν (ν)τους γούλους .

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                  — Μέχρι παντρεμένη γυναίκα επροξένεψε!

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                   —Α  τη μαεμούνα!

Φ1  ΑΛΕΜΗΝΑ            – – Έλεε στη μια: « αυτή σε ‘πεν άσκημη »,  έλεε στην άλλη: “Εκείνη  λέει σε τζαβή» στην παράλλη : «  έουτη  λέει σε

                                       ξιπασμένη και όλα τα θωρείς δικά σου » …                                                                          

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                 — Α την γκακούργα!

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                  –Μαλλιά κουβάρια τους έκαμε..

Γ1  ΑΓΓΕΛΑ                 – Άχουυυυ ! Αυτή μπου λέεις ότι επροξενεψεν  ,η Λένη ήτο;

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ            – -Ινναί η φιλινάδα μας.

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                  –Ο Μένιος τότε εθύμωσε και πήρε τους δικούς του,α πα να σκοτώσουν το δήθεν   γαμπρό ,γιατί ήμπεν του  στο μυαλό

                                      ότι η Ελένη  έσκασέν το με το Χαρκίτη αυτοδά.

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ             –Έτσε, άξαφνα, εβρέθην η Λενίτσα μας εδωνά στη Ρόδο.

Γ1- ΑΓΓΕΛΑ                 – Και ο Χαρκίτης ποιός ήτο;

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ            –Το παληκάρι που προξένεψεν αυτηδά η έρημη η  ξιλλεματικιά. Η προξενήτρα.

 Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                 –Η Λένη μας όμως ,ήτο ματζί μας γούλο τον (γ)καιρό.

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ            —  Ινναί ινναί !Κάθε μέρα ματζί ντης ήμαστο!Και  κάθε μέρα

                                      για  τον άντρα ντης  και το γκαμό ντης να τον δει μας λεε.                                                                                                                                                                               

Γ1  ΑΓΓΕΛΑ                – Κούσε α δεις! Και πώς εβρέθην εις τη Ρόδο;

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ             –Ούτε και η ίδια ξέει.

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                 — Έ ντην ερωτήξητε; έν ηθυμάται;

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ             —Μπα μηε τίποτε! Μόνο μπου κοιμήθη ,κι όταν 

                                       εξύπνησε εβρέθην ξαπλωμένη στον άμμο. Κάτω στο γιαλό.                                                                                   

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                 — Όμως είδε λέει στον ύπνο ντης πως την έφερεν ο Ερμής .

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                 –Ποιός είναι όουτος ο Ερμής;

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ             –Αυτός με τα φτερά που πάει και τους ποθαμένους στο (γ)κάτω κόσμο!

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                  –Τον Ταξιάρχη ππας και λέεις ;Γιατί κι αυτός την ίδια δουλειά γκάμνει !

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ             -Ινναί δα !Τα πιο παλιά χρόνια ήτον ο Ερμής .

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                 –Τώρα ναναλάβαν άλλοι !

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                — Ο `φέντης της ήτο καραβοκύρης και  έχε την   μοσκαναθρεμμένη .                                    

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ           — Με κι άντρας της ,ο Μένιος, κορώνα στο κεφάλι ντου την έχε.

       (Αυτός που ήρθε ο Φανούρης (Τεύκρος) έδωσε όλη την ιστορία για τη διαμάχη τις ψεύτικες <<βεβαιότητες>> τους θανάτους και τις απώλειες από τη βεντέτα μεταξύ Χαρκιτών και Συμιακών ,τι πίστευε ο κόσμος για την Ελένη και τι εσυνέβη στην οικογένειά της)

Η Λένη (Ελένη) γυρίζει από τη μάντισσα και συναντά τις δυο φίλες της και την γειτόνισσα 1 ΑΓΓΕΛΑ.

Στο δρόμο τραγουδάει το δυοσμαράκι Από μακρυά ακούγεται το τραγούδι δυοσμαράκι !

                                                                ΣΚΗΝΗ 2

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΕΛΕΝΗ

(πάνω στη μελωδία δυοσμαράκι)                       Αχ καλά μαντὰτα έπηρα,

Με το φεγγάρι περπατώ,                                    τζιβαέρι μου,

αχ λεβέντη μου                                                   πως ζεις και βασιλεύεις.

εσύ ήσουν η ζωή μου.                                        Σε λιμένω εδώ

Μοναχή περπατώ,                                             να σε δω να σε χαρώ!

κάτω απ’τ` άστρα σε ζητώ!

 (σημ.1. Το τζιβαέρι είναι αραβική λέξη και σημαίνει πολὺτιμος λίθος .Μεταφορικά θησαυρός)

(σημ.2. Λιμένω =περιμένω,καρτερώ )

Συνέχεια

Την καλησπερίζουν

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ              –Έλα κοράκι μου, για σέναν ελέαμε !Χίλια χρόνια α τζήσεις!

ΛΕΝΗ                           –Ώρες καλές.

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ              — Εγύρευγα α σε βρω ,γιατί  εννοιάτζου μου σε.

                                     Οι φιλενάδες σου ελέα  μου  τα βάσανά σου.

ΛΕΝΗ                         Λοιπό, εγώ πώς εβρέθην εδώ εν ηξεύρω .

                                    Με επεράσαν χρόνια   πολλά

                                    και νέα από το σπίτι και τον άντρα μου έν έχα.

                                    Σήμερο λοιπό ήβγα α  κάμω μια βόττα και `ντάμωσα

                                        το Φανούρη (Τεύκρο).

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ          –Πε μας, λοιπόν, γούλα τα νέα από τη Σύμη, α `κούσει

                                      κι η  κυρά Αγγέλα!

ΛΕΝΗ                         —Άχου κι από πού  α `ρκινήξω!Στεναχώρια μεάλη με `βρε.

                                      Έκαμέ μου τη γκαρδιά μου περβόλι!

Γ1ΑΓΓΕΛΑ               — Κάτι εκαταλάβαμεν κοράκι μου με θέλουμε α μας

                                       τα πεις  γούλα!

ΛΕΝΗ                           –Κουείτε ,το λοιπό!Η μάνα μου επόθανε !

                                      Εκρεμμάστην από τη λύπη ντης επειδή και καλά 

                                       εντρόπιασά  την.

                                     Και το Ερμιονάκιν το κοράκι  μου, επόμεινεν

                                       ανύπαντρο εξ αιτίας μου !

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ           — Ο κόσμος εθάρρεν ότι έφυες μ’ άλλον άντρα….

ΛΕΝΗ                          –Ινναί-ινναί..Τ αδέρφια μου και τα δυο εχάθησαν (γ)κι αυτοί

                                      από τον ίδιο λόγο.

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ               — Οι άντρες εν αντέχουν  τέτοια ρετζιλέματα…

ΛΕΝΗ                         — Ινναί επιάστησαν γκι αυτοί μες την (μ)παγίδα

                                     της παρεξήγησης.

                                     Αλλά εκεί που σφίχτη η καρδιά μου,

                                     ήτον αυτό που μου πε για το Μένιο μου!

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                 — Τι μπου σου `πε πιο ευλοημένη ,πε μας!

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ           –Που σου πεν ότι ήτο χαμένος;

ΛΕΝΗ                          — Έχουν τον λέει στη Σύμη για πνιμένο!

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                 –Κι η μάντισσα η Θεανώ τι μπου ‘δε; Τ όνειρο της  ήτο καθαρό;                           

ΛΕΝΗ                          — Μου `πε πως  ο άντρας μου είναι κάπου εδώ στη Ρόδο.

Φ2ΒΓΕΝΙΟ                 — Ααα!!

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ           — Στη Ρόδο;                                                                                                                                                     

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                    -Και πώς εν το εμάθαμε; Εν έδεσε καΐκι στην Ακαντιὰ

                                      Έ θα το θωρούσαμε!;

ΛΕΝΗ                         —Ετσακίστη στα βράχια κάπου εδωά κοντά λέει ,

                                     με πού  ακριβώς, έν  ηξέει.                                      

Γ1ΑΓΓΕΛΑ                 — Όπου και να σαι α φανεί!Σύντομα α τον δεις μπροστὰ σου?

ΛΕΝΗ                          — Από τη στεναχώρια και τη σκάση μου εξίασα

                                      α ρωτήσω τη Θεανώ τι στο καλό θα γίνει μετὰ.

                                      Καλά , ινναί , τζει ο Μένιος !Αλλά α γυρίσουμε θέλουμε στη Σύμη;

                                      Α `μεστε θέλουμε γεροί;Κι από το Θεοκλή πώς α γλυτώσω;

                                      Ελύσσαξε α με παντρευτεὶ. Βρε καλέ μου ,βρε χρυσέ μου ,

                                     είμαι παντρεμένη ! Γαπώ τον άντρα μου. Πάει !Ετελείωσε !

Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                  –Όχου Παναγίτσα μου  δύσκολα  τα πράματα.!

Το παράπονο της Ελένης

ΛΕΝΗ              –Το πιο δύσκολο είναι μπου γούλοι τους στη Σύμη  με καταριούνται! 

                         Για τους σκοτωμούς που γὶνησαν στη Χάρκη και για γούλα τα κακά

                         που `βραν τους Συμιακούς. Τα  σπὶτια που κλείσα, τις δουλειές τους

                          που `χάσα, τα  καΐκια που βουλήσα.  Κι άλλα που αντί α βγουν για

                         ψάρεμα και σφουγγάρια , ετρέχαν α με  πάρουν από τη Χάρκη.

                         Μόνο που εγώ ,ποτές εκεί έν επήα! Όλη μου τη ζωή έπραττα ό,τι μου έλεεν

                         η μάνα  μου για το σωστό και το πρέπον και ό,τι όριτζεν ο `φέντης μου

                         για να ‘χει το κεφάλι ντου ψηλά .Το δικό μου κεφάλι ,ποττές  μου εν το    

                        σήκωσα .Τι μπου `φταιξα ;!Ποιον έβλαψα τόσο  μπολύ  α τα περνώ εγώ

                         γούλα  όουτα;        

                          Τι άδικο με βρεν την άμοιρη ,και τόσα χρόνια  πλερώνω     

                         για χρὲη ξένα   και αμαρτίες, που εν έκαμα ποττές μου !   

                         Και γούλοι όουτοι, που δίχως α με ξεύρουν  κατηγορούν

                         με και καταργιούνται μου;! Καένας εν υποψιάστη τίποτις ;!                        

                         Καένας εν ηξεστραβώθην α δει πως γούλα όουτα  ήτο

                          πλάνεμα   και παιχνίδι του εξαποδώ;!

                          Αλλά ακόμα κι έτσε !Έξιτζε για μια γυναίκα τόσος πόνος

                          και τόσοι σκοτωμοί ;!Τόσο μίσος ;!

                         Άχου κι αυτή η θωριά(;) που μου δωκεν ο Θεός

                         σα ντιμωρία μοιάτζει!  Φτόνο και τζήλια  έφερέ μου μοναχά!

                        <<Τ` άδικο α μη σε  βρει παιδάκι μου >>ὲλεεν η μάμη μου η Αννίκα !

                          Όχου, μάμη μου, κι η ευκή σου εν`έπιασε!                                                  

             ΣΚΗΝΗ 3                                                                                                                                                                       

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΝΙΟΥ

Ακούγεται φουρτουνιασμένη θάλασσα !Ο  Μένιος  βηματίζει  ξεφυσώντας  και μονολογεί θυμωμένος .

ΜΕΝΙΟΣ                —  Όχου με και τι μπου α πρωτοσκεφτώ!Χολιώ και τεύγομαι που 

                                σύγχρηστος κάουμαι εδωά!Τόσον γκαιρόν α μπαλεύω .

                                και να θαλασσοπνίομαι και τώρα α τσακιστώ σε ξένον ντόπο!

                                Έ μου φτάναν τα τόσα μου βάσανα!

                                Εγώ που στη Σύμην ήμου βασιλιάς και τις λύρες με το

                                τσουβάλι τις έχα!(ή τις είχα= τις έχα, παρατατικός)

                               Που όταν εγύριτζα από τη θάλασσα ,το κρασίν

                               εκύλα ποταμός στα στενομύρια ,τώρα α τζητιανεύγω!

                               Α κυκλοφορώ σα ντο λέτσο κι ούτε ένα κουρέλι α ρίξω

                               πάνω μου α μην έχω. Και θεονήστικος! Κι εγώ και οι ναύτες

                               μου και το Λενιώ μου στη σπηλιά!

                               Α   τζητιανεύγω εγώ για ένα κομμάτι ψωμί!

                               Και όουτη η γριά α μου λέει τα μπάλια μπούλιου!

                                Άκου κιντυεύω !Άκου α φύω α μη με σκοτὼσει ο κύρης της!

                                Και τι μπου του κάμαν οι Συμιακοί:!
                                Α του πάρουν λέει τη Λένη ντου που τη θέλει α τη μπαντρευτεί.

                               Και ππώς έχει ίδιον όνομα ο `φέντης και η μάνα της με το δικό

                                μου το Λενιό;  Εν ημπορώ α καταλάβω!Ππας και κοϊνιέρει με;

                                Α κάτσω θέλω εδωά α τον λιμένω,α τα ξεδιαλύνουμε.

                                 Άλλη η δικιά σου η Λένη ,άλλη η δικιά μου! Τη δικιά μου

                                τη   Λένη   έφερά τη  ματζί μου και έχω την στη σπηλιά!

                                Τη δικιά σου ,βάστα τη!

                                Ὰρχοντας κι αυτός ὰρχοντας κι εγώ . Ό,τι  θέλει  ας μου

                                το πει κατάμουτρα!   Ο άθρωπος για μια φορά  έν είναι !

                                                Συνάντηση -Αναγνώριση…

Η Λένη πλησιάζει στους τάφους με τις φίλες της

ΛΕΝΗ                          –Αλεμήνα, Βγενιό, ναγκάσητε    α `ψουμε το καντήλι

                                     και α θουμιάσουμε,  πριχού μας πάρει η νύχτα.

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ                     –Να μεττε κι οι δυό !                                                                                                                                                                                                                                                                                          ΛΕΝΗ                         — Βαστάτε  τα καρβουνάκια και το λάδι;

 Φ2ΒΓΕΝΙΟ                     — Έννοια σου !Εφέραμέν τα  γούλα!

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ                 –Πολύ τον τιμάς τον άρχοντα!

ΛΕΝΗ                         –Χρόνια με προστάτευγε! Αν έτζεν  ακόμα ,τίποτε ε θα

                                    `χα α φοηθώ!

ΛΕΝΗ                         –Ααα !Ποιος είναι όουτος!Γιατί μας θωρεί καλά καλά!

Φ2ΒΓΕΝΙΟ                    —Έ μου καλοφαίνεται πάμε α φύουμε!

ΜΕΝΙΟΣ                   —Στάσου μη φοάσαι! Ποια  `σαι;

ΛΕΝΗ                      —- Εσύ ποιος είσαι και πετὰχτης μπροστὰ μας ;!Ένα καντηλάκι

.                                  πάμε ν` άψουμε !Μη μας `μποδίτζεις!

ΜΕΝΙΟΣ                    –Μοιάτζεις με τη Λένη μου!

 ΛΕΝΗ                   –Και συ μου θυμίτζεις τον άντρα μου!

ΜΕΝΙΟΣ                    –Μόνο που ‘ρτα ματζί ντης από τη Χάρκη και λιμένει με

                                   στη σπηλιά!

 ΛΕΝΗ                      –Ποιαν έχεις στη σπηλιά ,έν ηξέω αλλά η καρδιά μου

                                   λαχτάρησε μόλις  σε δα!

ΜΕΝΙΟΣ                  –Και γω εξισπάστη ,αλλά, μια γυναίκαν έχω !

ΛΕΝΗ                      –Στη Χάρκη εν επάτησα το μπόδα μου ποττὲς, με

                                  όσο σε θωρρώ τόσο σιγουρεύομαι ότι είσαι ο άντρας μου!

ΜΕΝΙΟΣ                 — Εγώ μια γυναίκα επαντρεύτη, και μιαν έχω!

ΛΕΝΗ                     –Τα μάτια μου μπορεί να με γελούν μα η καρδιά μου

                                 είναι σίουρη.  Έλα  α  σε `γκαλίασω!                                     

ΜΕΝΙΟΣ                 – Ξέεις πόσο γκαιρόν ετυραννήστη για να την μπάρω από τους

.                                 Χαρκίτες;Χωρὶς λόγο τόση αμάχη;

ΛΕΝΗ                      — Πολλοί `χαν σκιά στα μάτια τους κι απ` αυτήν τυραννιούνται!

.                                 Ο οξαπωδός τὲτοια  κάμνει.

ΜΕΝΙΟΣ                 —Μίλα καλά !Μη με νευριάτζεις!

ΛΕΝΗ                      – Εγὼ  είμαι η γυναίκα σου !Την άλλη έ ντην ηξέω!

                                 Ππας και προτιμάς τη  ,τη ψεύτικη;

ΜΕΝΙΟΣ                  –Έχε χάρη που της μοιάτζεις και κάμνω υπομονή

                                μ` αυτά που λέεις!

ΛΕΝΗ                   —Μετά από τόσα χρόνια που λιμένω και το στεφάνι μου τιμώ ,

                                ούτε που με γνωρίτζεις!

ΜΕΝΙΟΣ                – -Δυό κομμάτια εγίνη! Άλλα μου λέει η καρδιά και άλλα

                                   το κεφάλι !

Έρχεται τρέχοντας λαχανιασμένος ο Αγγγελιοφόρος

ΒΑΓΓΕΛΗΣ                     –Καπετάνιο! Καπετάνιο!

ΜΕΝΙΟΣ                    –Έλα Βαγγέλη λέε μου !Τι άλλο κακό μας ήβρεν!

                                 –Ξέρω πως α με πάρεις  για λωλό μα α στα πω 

                                     όππως  ακριβώς τα δα!

ΜΕΝΙΟΣ                    –Τι άλλο α κούσω πάλε;!Ερίχτησά σας οι ντόπιοι;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ                — Η Λένη `ξαφανίστη!

ΜΕΝΙΟΣ                    —Τι;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ                   –Εσκόρπισε στον αέρα!

ΜΕΝΙΟΣ                   — Τι μπου λέεις πρε;!Α με  λωλάνεις πολεμάς!;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ                – Καπνός σου λέω !Πὰει!Πριν όμως εξαφανιστεί είπε μου

                                    α σου πω, ότι η Λένη η αληθινή εν έκαμε ντίποτες από αυτά 

                                    που της καταλογίτζου! Και ότι στη Χάρκη ποττέ της εν επήε!                                                                               

 (βλέπει τη Λένη)        —ΑΑΑΑ να ντη !Εδώ σαι;!Μη χειρόττερα (σταυροκοπιέται) 

ΜΕΝΙΟΣ                    —Μπα και στον νύπνο σου τα ‘δες  γούλα ;

ΒΑΓΓΕΛΗΣ                –Η Λένη πάντως εκειά που την έφηκες εν ηβρίσκεται!

ΛΕΝΗ                        –Εκατάλαβα πολλά ! Δόξα σοι ο Θεός .Έλ` άντρα μου

                                     να  σε γκαλιάσω!

ΜΕΝΙΟΣ                   — Σα να καθάρισε ο νους μου!

ΑΛΕΜΗΝΑ               — Μάνα ,χαρές μεάλες!

ΒΓΕΝΙΟ                    –Α δει κι η φιλινάδα μας μιαν άσπρη μέρα!

                                   Α γελάσει λίο ντο χειλάκι ντης!

ΛΕΝΗ                     — Όλα θα ξεχαστού ,φιλινάδες μου!

ΜΕΝΙΟΣ                 — Με   ππώς εβρέθης Λένη μου, εδωνά;

ΛΕΝΗ                     — Εν εξηγούνται γούλα ,με μόνο εσένα είχα στο

                                  νου μου .Κανέναν άλλο!

ΜΕΝΙΟΣ                 — Και τα μπερδέματα με το …γαμπρό;

ΛΕΝΗ                      — Γούλα τα κακά ερκίνηξα από την Έρη τη μπροξενήτρα!

                                  Λόγια και μπερδέματα αό πουθενά!Έλεε στον έναν  έτσε,

                                  έλεε στον άλλον αλλιώς .Μόνο γκαι μόνο για να `κδικηθεί ,

                                  που έν ντη εκαλέσα στο γάμο!                                     

ΜΕΝΙΟΣ                   –Άμα μιλά κάποιος πονηρά..

ΛΕΝΗ                     — Ινναί !Το κακό βρίσκει πάντα αυτιά και στόματα

                                 α κάμει τη δουλειά ντου.

ΜΕΝΙΟΣ                 — Στόματα που παίρου τις ψευτιές παρακεί ,κομμάι αλλαγμένες!                                       

ΛΕΝΗ                    — Τόσον (γ)κακό για το τίποτα!

ΜΕΝΙΟΣ              –  — Τους ψεύτες και τους συκοφάντες έπρεπε να τους κρεμούν

                                        στο πιο ψηλό  κατάρτι!

(μπαίνει εισαγωγή

τραγουδιού   )                Με έλα λίο, ξίασέ τους  γούλους  και έλα εδώ κοντά μου!

(ΜΕΤΑ ΤΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ( ΜΕΝΙΟΣ ΚΑΙ  ΛΕΝΗ)

Σ αγαπώ γιατί είσαι ωραία

ΜΕΝΙΟΣ  –Σ` αγαπώ (2)γιατί είσαι ωραία

                   σ’αγαπώ γιατί είσ’ ωραία 

                  σ’  αγαπώ γιατί  είσαι εσύ

ΛΕΝΗ      –Σε περίμενα (2)για χρόνια

                   σε περίμενα για χρόνια με λαχτὰρα να σε δω.

ΜΕΝΙΟΣ –Το παράπονο  (2)που είχα 

                  το παρὰπονο που είχα ήταν ψέμα πλανερό.

ΛΕΝΗ      –Τώρα πια ,τώρα πια , τώρα είσαι μαζί μου .

ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΟΙ 2 Μια ζωή θα σε πιστεύω.Μια ζωή, θα σ’  άγαπώ!

                                                           ΣΚΗΝΗ 4

Γειτόνισσες Δικαία και Αγγέλα

 Γ2ΔΙΚΙΣΣΙ                     –Καλησπέρα ,Αγγέλα μου!

 Γ1 ΑΓΓΕΛΑ                    –Καλησπέρα, Δικισσί μου!

 Γ2ΔΙΚΙΣΣΙ                      –Τι μπου κάμνεις;

Γ1ΑΓΓΕΛΑ                      –Να μπλέκω και σκέβγομαι!

Γ2ΔΙΚΙΣΣΙ                       —  Τι πράμα ;

Γ1ΑΓΓΕΛΑ                      —Ε να ,τα κοράκια ! Τι μπου γίνεν άραε! Ήβραν ντο

                                         το Μένιο , για  ακόμα λογιάτζου ντον!       

Γ2ΔΙΚΙΣΣΙ                            –Σα να τις θωρώ που `ρκουνται! Αλαφιασμένες!                                                                                                                                                                                                                                                                     

Γ1ΑΓΓΕΛΑ                          –Κοπιάσητε ,τι έγινε; Εβρέθην ο άντρας της Λενιώς;

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ               –Ινναί ινναί ,τον ενταμώσαμε στο Ζέφυρος κοντά !Στο

                                          νεκροταφείο!

Γ2ΔΙΚΙΣΣΙ                           –Αχου Παναγίτσα μου !Ὲκαμες το θάμα σου!

 Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                   –Αυτός ε ντην εγνώρισεν μ’ ευτύς (αμέσως)!Εδυσκολεύτη.

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ              —  Ινναί έχε λέει κι αυτός μια Λένη στη σπηλιά κρυμμένη!

Γ1ΑΓΓΕΛΑ                         – Τι μπου λέεις ! Νατριχώ!

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                    — Η Λένη μας εκατὰλαβεν τον αμέσως!

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ               — Ύστερα από λίον ,όμως ,ήρτεν ένας γέρος κι είπεν του πως

                                       η γυναίκα του έγινε καπνός και χάθη σα να την επήρεν αέρας!

Γ1ΔΙΚΙΣΣΙ                    – -Τι μπου α πει αυτό; Εν ήτο αληθινός άθρωπος ;

                                        Και τι πράμαν ήτο;

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ               –Έν  εκαταλάβαμε κι εμείς!Φάντασμαν ήτο λέει….

                                        Σαν αντιφέγγισμα…

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                    –Σαν φιγούρα σε καθρέφτη …. σαν αερικό!

Γ1ΑΓΓΕΛΑ                       — Α κλαίω μου  ’ρκεται! Κι ύστερα;

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ               — Ύστερα αγάπες και αγκαλιές!

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                 —  Έχει κι άλλα !

Γ2 ΔΙΚΙΣΣΙ                       — Λέε μας δα!

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                  — Να λοιπόν! Όπως ξέεις, ο άρχοντας θέλει τη

                                      α τη μπαντρευτεί και α   σκοτώσει το Μένιο, α ντυχό μάθει

                                         ποιος είναι!

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ              — Η αδερφή του το Θεανώ ,επήε α θουμιάσει και είδε ντους,

                                      και τους εκατάλαβε.

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ               — Τότε εφοήθημεν γούλοι ππας και πάει και μαρτυρήσει τους 

                                     στο    Θεοκλή!

Γ2 ΔΙΚΙΣΣΙ                      —  Ξέουμε δα ότι έδωκεν εντολή για τους Συμιακούς ,

                                     α τους σκοτώνου ,μη ντυχό και του  πάρουν την Λένη πίσω!

Γ1ΑΓΓΕΛΑ                       — Τελικά τι απόγινε;

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ            — Επρόππεσε στα πόδια της η Λένη μας και  επαρακάλεν την!

                                     Έλεέ ντης για το γάμο, που ναι ιερός και για το δίκιο ντης,

                                     α χει πιο τον άντρα ντης, που τον  επερίμενε χρόνια.                                        

 Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                 –Και  για την Σύμη και τους ανθρώπους που πρέπει α μάθου                                    

.                                     την  αλήθεια και α σταματήσουν α τη γκακολο(γ)ούν

                                     και να  την γκαταρούνται για πράματα που έν έκαμε!

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ              — Α βρεί και η κορούλα της ,το Ερμιονάκι γαμπρό

                                     α  παντρευτεί ,που  με τόσα ρετζιλέματα καένας έν ντην εγύρεψε.

Γ2ΔΙΚΑΙΑ                  – – Ο κύρης της εν εμίλα;

Γ1ΑΓΓΕΛΑ                  – Οι άντρες μιλούν αλλιώς !

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ              –Σωστό !

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                – -Είπε ντης κι αυτός <<εγώ σαν άντρας εν ημπορώ να φήκω

                                       τη γυναίκα μου εδώ και να  φύω ντροπιασμένος.

                                           Πολύ γκαιρό βαστώ ,στη χέρα μου μαχαίρια, για  χάρη ντης!>>

Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ                  –Α πράξεις το σωστό κι αυτό που θέλει ο Θεός της είπεν !

                                  – -Μη τρίξου τα κόκκαλα τ’ αφέντη σου για τα καμώματα

                                  του Θεοκλή!

Φ2ΒΓΕΝΙΟ                   –Είπε ντης ακόμα ,ότι έ φοάται α πεθάνει .

 .                                   Κι άμα χρειαστεί α χτυπηθούν με το Θεοκλή α το κάμει .

.                                     Κι άμα εν ντα καταφέρει α τη μπάρει  ,και τη Λένη θα σφὰξει και αυτός θα σκοτωθεί.Άλλη λύση  εν έχει (υπάρχει) !

Γ1ΑΓΓΕΛΑ                  –Κι  η Θεανώ τι μπου ‘χε να πει;

Φ2 ΒΓΕΝΙΟ                –Έδωκέν του δίκιο για γούλα που της είπε!Και υπεσχέθην

                                      α  βαστήξει  το  στόμα  ντης κλειστό ,

.                                   γιατί και για τον αερφό ντης θα ήτον όφελος !

 Γ1ΔΙΚΙΣΣΙ                      — Τι όφελος α έχει!

 Φ1ΑΛΕΜΗΝΑ         —Να που άμα θα φύει το Λενάκι μας, α λυτρωθεί κι αυτός

                                    από  το  μπειρασμό ,α θέλει  γυναίκα αλλουνού!

 Γ1 ΑΓΓΕΛΑ            — Ινναί!  Και τώρα πού βρίσκουνται;

Φ1 ΑΛΕΜΗΝΑ        –Σχέδια καταστρώνου με τις πλάτες της Θεανώς

                                    α φύουν για τη Σύμη.

                                                   ΣΚΗΝΗ 5

(ο Μένιος κάθεται μαζί με τη Λένη και καταστρώνουν σχέδια απόδρασης)

ΛΕΝΗ                   – Όπως φαίνεται η Θεανώ α μας κάμει πλάτες.

                               Με πώς α φύουμεν απ’ έδω;

ΜΕΝΙΟΣ               — Ππας κι έχεις καένα να μας δώσει καμμιά βάρκα.

ΛΕΝΗ                    –Και τι ,α λάμνουμε (θέλουμε) μοναχοί μας κι ο Θεοκλής

 .                              α μας κυνηά με τη μπρατσέραν ντου;! Ε θα προκάουμε !

                               Α μας πιάσει θέλει.

ΜΕΝΙΟΣ               –  Ε ,α μπω τότε μέσα στ` αρχοντικόν του, α τον ησφάξω ,α τελιώνει!                               

ΛΕΝΗ                    –  Έ θα σε  ’φήκει η Θεανώ .Αίμα ντης είναι !

.                               Α κιντυνέψεις θέλεις και μετά τι τη  θέλω  τη τζωή μου!

ΜΕΝΙΟΣ                — Με το καΐκι  μου τσακισμένο στις ξέρες,(στα βράχια)  

                         .      χωρίς βοήθεια, λύση έ θωρώ!

ΛΕΝΗ                    –Καμμιά φορά στα δύσκολα ,μιά πονηριά …χρειάτζεται!

ΜΕΝΙΟΣ             – Ό,τι μου πεις, κούω το!

ΛΕΝΗ                    – Θώρε και  κούε ταλοιπονίς!Σε λίο α  ’ρτει ο Θεοκλής

                                από το ψάρεμα!  Εγώ  α ’ρκινήξω α φωνάτζω

.                               και α μαλλιοτραβγιούμαι, για τον άντρα μου που επνίη.

ΜΕΝΙΟΣ                                        

 (Φτύνει στον          Σείστου ,ευλοημένη !Μη γκακομελετάς!

κόρφο του! )

  ΛΕΝΗ                 –Κούε δα! Α του πω, ότι α κάμω σα μνημόσυνο στη θάλασσα

                              και μετά α τον  μπαντρευτώ ,που θα  ’μαι πια λεύτερη.

ΜΕΝΙΟΣ              –Επέθανές με και τζωντανό με θάβγεις!

ΛΕΝΗ           –      –Ινναί δα γιατί μόνον έτσι α πιστὲψει ότι έλλαξα γνώμη  !

ΜΕΝΙΟΣ             — Και ππώς α φύουμε εν εκατάλαβα.

ΛΕΝΗ                 — Με,  ε  `φήνεις με α ποσόσω! Α του πω ότι έχουμε στη Σύμη

                              το συνήθειο ,α  μπαίνουμε  βαθειά μέσα στη θάλασσα και να

                              κάμνουμεν εκεί ότι χρειάτζεται για να γαληνέψει η ψυχή

                              του πνιμένου.

ΜΕΝΙΟΣ             –Κι άμα σου πει ότι εν ηχρειάτζεται και θέλει α κάμεις

                             μνημόσυνο στον Αι Δημήτρη;

ΛΕΝΗ                 — Α του πω, σα γυναίκα του που θα μαι σε λίγο, να μη μου

                             χαλάσει το χατίρι.

 ΜΕΝΙΟΣ            — Καλά τα λέεις .Α μπω κι εγώ μέσα να φέρω και καλά

                             λουλούδια  και  καένα  θουμιατό!   Γύρεψέ του τη μεάλην

                              τη  μπρατσέρα α χωρέσουμε γούλοι και οι ναύτες μου ματζί!

ΛΕΝΗ                  — Ινναί δα α του πω α μας δώκει τη γκαινούρια  τον Άη Λευτέρη.

ΜΕΝΙΟΣ              –Α  πω και στους ναύτες μου α μπουν κι αυτοί σα φίλοι του

                             νεκρού α τον  αποχαιρετήσου γκαι καλά .

ΛΕΝΗ                  -Α βάλει τους άντρες τους δικούς α  ’ρτου ματζί  κι αυτοί .

                             Έ  θα μας τη δώκει έτσι (αλλιώς)!

ΜΕΝΙΟΣ              –Μόλις ξανοιχτούμε λίον α τους ρίξουμε στη θάλασσα!

                             Α χουν θέλουν οι δικοί μου μαζί ντω τα μαχαίρια τω κάπου

                            κρυμμένα ππας και χρειαστούν.

ΛΕΝΗ                 –Αχρείαστα να ναι Μένιο μου ,άλλο κακό μη γίνει!

ΜΕΝΙΟΣ             –Ο Παερμιώτης α βάλει τη χέρα ντου!

ΛΕΝΗ                –Έννοια σου!  Όπου είναι το δίκιο, είναι και το σπαθί Ντου !

                             Μεάλη η χάρη Του!

                                                            ΣΚΗΝΗ 6

Ακούγεται το τραγούδι <<μπρατσέρα>>(ήχοι θαλασσα που χτυπάει στην καρίνα,πανί που ανεμίζει)

ΛΕΝΗ                          –Να που ανοίξαμε πανιά κι έκατσες στο τεμόνι!

ΜΕΝΙΟΣ                   –Α δω της Σύμης το γιαλό να μου διαβούν οι πόνοι!

ΛΕΝΗ                        –Τα δύσκολα ας μείνουνε  πίσω μας μια για πάντα!

ΜΕΝΙΟΣ                   — Κι εσύ κι εγώ περάσαμε πό κύμματα σαράντα!

ΜΕΝΙΟΣ                   –Έν  ημπορώ α το πιστέψω ότι τα καταφέραμε!

                                   Γούλα εγίνουσα σύμφωνα  με  τα σχὲδιά μας!

ΛΕΝΗ                        –Βάλε φτερά στη μπρατσέρα μας μη μας προλάβει

                                   ο Θεοκλής.

ΜΕΝΙΟΣ                     –Λέεις α κάμει τίποτε στη Θεανώ που μας εβοήθησε;

ΛΕΝΗ                        –Ε ντο πιστεύγω!Λίο πρίν φύουμεν εντάμωσά τη

                                    και είπεν ότι γούλα θα  πάου καλά !                               

ΜΕΝΙΟΣ                     –Μακάρι!έ  κι εμανάς μάλλον έ θα μας κυνηγήσει!Αν ερκούντα

                                    ξοπίσω θα θωρούσαμε ντο πανί ντου να νεμίτζει .

ΛΕΝΗ                        —  Ινναί α το θωρούσαμεν εθέλαμε !Είδα και τους ναύτες του

                                  που ρίξαμεν  στη θάλασσα , α τους μαεύγει ένας ψαρράς με τη

                                   βάρκα  ντου. Ήδη α του τα προφτάσαν θέλει του Θεοκλή.

ΜΕΝΙΟΣ                   – Λέεις α τον εφώτισεν ο Θεός και ε μας μανίτζει πιο;!

ΛΕΝΗ                       –Έτσι μου φαίνεται !(έτσε λοάται μου)

                                  Μόνο για τις φιλινάδες  χολοσκώ που τις  επαρατήσαμεν εκεία!ΜΕΝΙΟΣ                  –Μόλις ηρεμήσου ντα πράματα α πέψουμεν το καράβι πίσω και                            .                                α γυρέψουμε την Αλεμήνα και το Βγενιό.

ΛΕΝΗ                    – – Με χρωστούν ντου λεφτά!Γι αυτόν ήμπαν στη δούλεψή ντου .

                                  Για να ξεχρεώσου.

ΜΕΝΙΟΣ                   –Θ`αναλλάβουμεν εμείς τα χρέη!Μαηδιά έχουμεν!

ΛΕΝΗ                       –Ευλοημένος να ’σαι Μένιο μου!Ηρέμησεν η καρδούλα μου!

ΜΕΝΙΟΣ                  –Έχουμε μεάλη βοήθεια από το Θεό και τον Ταξιάρχη μας!

                                  Αυτός θωρεί και βρίσκεται όπου υπάρχει ανάγκη!

 ΛΕΝΗ                        Πολλά εγίνουσα, που μόνο με πίστη και θεϊκή 

                                   βοήθεια `ξηγιούνται!

(Ακούγεται πάλι το τραγούδι)

ΛΕΝΗ         Γλυκειά είναι ,τζιβαέρι μου, /η ζωή που ξημερώνει.

ΜΕΝΙΟΣ     Δίπλα μου σ’ έχω ,Λένη μου ,/και η καρδιά μερώνει

ΟΛΟΙ

Στη Σύμη να βγει το ζευγάρι  /να το ’χουν όλοι καμάρι.

Να βγει και να περπατήσει//και τη μέρα να φωτίσει!

 λοάτε μου = μου φαίνεται, κατά τη γνώμη μου . Με τη λογική μου .

Μαηδιά =Τα χρήματα του Μάη.Τότε κλείναν οι δουλειές και οι ναυτικοί ,ψαράδες και σφουγγαράδες έπαιρναν τις προκαταβολές τους.

Ίσως σας ενδιαφέρουν…